- παραδόσει
- παράδοσιςhanding downfem nom/voc/acc dual (attic epic)παραδόσεϊ , παράδοσιςhanding downfem dat sg (epic)παράδοσιςhanding downfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TRADITIO — Philosophiam olim propagandi modus. Quidam enim, memoriae nimium fidentes, censebant supervacuam esse, per literarum monumenta, Sapientiam propagandi rationem: solî proin παραδόσει seu Traditione orali utendum rati, quâ non memoriae tantum robur … Hofmann J. Lexicon universale
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek